Στεφανᾶς

Στεφανᾶς
4734 Στεφανᾶς
{собств., 1}
Стефан (коронованный).
Как и Епенет, один из первых греков, уверовавших во Христа, крещенный ап. Павлом; впоследствии, по-видимому, один из его помощников (1Кор. 1:16; 16:15, 17).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "Στεφανᾶς" в других словарях:

  • στεφανάς — Άγιος της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Κόρινθο και υπήρξε ο ιδρυτής της πρώτης χριστιανικής εκκλησίας στην Πελοπόννησο, που στεγαζόταν στο σπίτι του. Είναι γνωστός από την A’ προς Κορινθίους επιστολή του απόστολου Παύλου. Η μνήμη… …   Dictionary of Greek

  • στεφάνας — στεφάνᾱς , στεφάνη anything that surrounds fem acc pl στεφάνᾱς , στεφάνη anything that surrounds fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρση — και κόρρη, ἡ (ΑM, Α δωρ. τ. κόρρα, αιολ. τ. κόρσα) το κεφάλι («κόρσαι ἀναύχενες», Εμπ.) αρχ. 1. το πλάγιο μέρος τής κεφαλής, ο κρόταφος («ξίφει ἤλασε κόρσην», Ομ. Ιλ.) 2. η γνάθος, το σαγόνι («τύπτειν... ἐπὶ κόρρης», Πλάτ.) 3. συν. στον πληθ. αἱ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»